πλαγιοκόπτης

πλαγιοκόπτης
ο, Ν
(ηλεκτρολ.) ηλεκτρολογικό εργαλείο, χρησιμοποιούμενο στην κοπή τών συρμάτων κατά τις καλωδιώσεις, ιδίως μέσα σε περιορισμένο χώρο, ὁπως λ.χ. σε κουτιά διακλαδώσεων και διακοπτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + κόπτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”